- επιδέτης
- ο тот, кто перевязывает, бинтует
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιδέτης — ο [επιδέω] αυτός που επιδένει … Dictionary of Greek
δέτης — ο (AM δέτης) [δω (δέω)] αυτός με τον οποίο δένουν κάτι ή αυτός που δένει κάτι νεοελλ. 1. ναυτ. λεπτό σκοινί για δέσιμο, αναδέτης, διαθέτης, επιδέτης, σάγουλα 2. (για βιβλία) η ταινία που συγκρατεί τα τυπογραφικά φύλλα τών δεμένων βιβλίων … Dictionary of Greek